Τα οφέλη της απεικόνισης στον προεγχειρητικό προγραμματισμό των ασθενών
Η άποψη του παιδοκαρδιαλόγου
Η επιτυχία μιας χειρουργικής επέμβασης εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από την ακρίβεια με την οποία έχει καταγραφεί το πρόβλημα σε κάθε του επίπεδο. Κάθε επιπλέον πληροφορία κατά τη διάρκεια της διάγνωσης μπορεί να είναι καθοριστική για την επιτυχία της επέμβασης, καθώς ο χειρουργός μπορεί να προετοιμαστεί κατάλληλα, να σχεδιάσει και να εκτελέσει την επέμβαση με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο. Τι ισχύει, όμως ειδικά για τις συγγενείς καρδιοπάθειες και πόσο διαφοροποιούνται τα δεδομένα;
Οι συγγενείς καρδιοπάθεις εμφανίζονται με συχνότητα περίπου 8/1.000 γεννήσεις και στην πλειονότητα τους μπορούν να διαγνωστούν προγεννητικά. Είναι η συχνότερη αιτία συγγενών (εκ γενετής) ανωμαλιών, αλλά και η πλέον αντιμετωπίσιμη, καθώς μπορεί να γίνει πλήρης αποκατάσταση της πάθησης στη συντριπτική τους πλειονότητα.
Είναι γνωστό ότι το περίπου 30% των συγγενών καρδιοπαθειών θα χρειαστούν αντιμετώπιση μέσα στο πρώτο έτος της ζωής είτε με καθετηριασμό καρδιάς είτε με ανοικτό χειρουργείο, ενώ η πρόγνωσή τους έχει άμεση εξάρτηση από την καλή προεπεμβατική προετοιμασία. Αυτή συνίσταται αφενός στην έγκαιρη προγεννητική διάγνωση και τον προγραμματισμό του τοκετού σε κέντρο με παιδοκαρδιολογική υποστήριξη, ούτως ώστε οι πρώτοι θεραπευτικοί χειρισμοί να γίνουν άμεσα, αφετέρου στην άρτια προεγχειρητική απεικονιστική διερεύνηση.
Η λεπτομερής προεγχειρητική μελέτη της καρδιακής ανατομίας με τις σύγχρονες απεικονιστικές μεθόδους επιτρέπει την ακριβή διάγνωση και την επιτυχή καρδιοχειρουργική αντιμετώπιση των συγγενών καρδιοπαθειών.
Οι τρόποι διάγνωσης
H αντιμετώπιση των συγγενών καρδιοπαθειών σε όλο το φάσμα ηλικιών, από τη νεογνική μέχρι την ενήλικο ζωή, γίνεται από εξειδικευμένο προσωπικό που έχουν την εμπειρία και γνώση των εκ γενετής καρδιακών παθήσεων. Ο κύριος τρόπος διάγνωσης και διαχρονικής παρακολούθησης των συγγενών καρδιοπαθειών είναι η υπερηχογραφία καρδιάς (triplex).
Η υπερηχογραφία είναι ανώδυνη, ταχεία και χωρίς κινδύνους για τον άρρωστο. Ως εκ τούτου, έχει δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην ανάπτυξή της και την εφαρμογή ειδικών υπερηχογραφικών τεχνικών (όπως η τρισδιάσταστη υπερηχογραφία) για τη διάγνωση και την περιεγχειρητική αντιμετώπιση του ασθενούς. Στις μέρες μας ο κάθε ασθενής με συγγενή καρδιοπάθεια που χειρουργείται για αποκατάσταση της συγγενούς καρδιοπάθειας, πρέπει προ της εξόδου του από τη χειρουργική αίθουσα να ελέγχεται υπερηχογραφικά με διοισοφάγειο, τρισδιάστατο ή επικαρδιακό υπερηχογράφημα. Σε πιο σύμπλοκες καρδιοπάθειες ή όταν είναι απαραίτητο να ελεγχθούν οι ροές διαμέσου των αγγείων και η συμμετρία των δομών και κοιλιών της καρδιάς, η προεγχειρητική εκτίμηση γίνεται με μαγνητική τομογραφία καρδιάς.
Σε μικρές ηλικίες, μέχρι 6 ετών, η μαγνητική τομογραφία, πραγματοποιείται με αναισθησία σε εξειδικευμένα κέντρα, καθώς ο θώρακας πρέπει να είναι ακίνητος κατά τη λήψη εικόνων για αποφυγή απεικονιστικών artifacts. Ενίοτε η μαγνητική τομογραφία είναι απαραίτητη ακόμα και άμεσα μετεγχειρητικά, εντός των πρώτων ωρών, για να ελεγχθεί το αποτέλεσμα -κυρίως αγγείων- που δεν είναι εύκολο να απεικονιστούν υπερηχογραφικά.
Ο διαγνωστικός καρδιακός καθετηριασμός είναι επεμβατική μέθοδος απεικόνισης και εμπεριέχει ακτινοβολία. Ως εκ τούτου έχει αντικατασταθεί από τη μαγνητική τομογραφία σε μεγάλο μέρος των περιπτώσεων.
Για τον ίδιο λόγο, ειδικά στους παιδιατρικούς ασθενείς που έχουν υπερευαισθησία ιστών στην ακτινοβολία, δεν χρησιμοποιείται η αξονική τομογραφία καρδιάς πλην μεμονωμένων και σπανίων περιπτώσεων, όπως όταν ο ασθενής φέρει βηματοδότη.
Πρόσφατα στις απεικονιστικές δυνατότητες έχει εισέλθει και το cardiac 3D printing, το οποίο παράγεται μετά τη λήψη δεδομένων με μαγνητική ή αξονική τομογραφία. Σε πεπειραμένα χειρουργικά χέρια η μέθοδος αυτή (που ακόμα χρησιμοποιείται ερευνητικά και είναι υψηλού κόστους) έχει εκτιμηθεί ότι χρειάζεται σε περίπου 1% των ασθενών, όμως ενδέχεται, με την πρόοδο της τεχνολογίας, να γίνει περισσότερο ρουτίνα στην καθημερινή πράξη.
Υψίστης σημασίας
Συμπερασματικά, ο ρόλος της περιεγχειρητικής απεικόνισης είναι υψίστης σημασίας για το τελικό αποτέλεσμα και τη μελλοντική πρόγνωση του ασθενούς. Η προεγχειρητική καθοδήγηση του χειρουργού πρέπει να είναι πλήρης ούτως ώστε να μη βρεθεί προ εκπλήξεων στη χειρουργική αίθουσα. Επίσης, ο έλεγχος του αποτελέσματος προ της εξόδου του ασθενούς από τη χειρουργική αίθουσα πρέπει να είναι ρουτίνα στην κλινική πράξη προς διασφάλιση άριστων χειρουργικών αποτελεσμάτων.
Τέλος, η ιατρική κοινότητα πρέπει να βρίσκεται σε εγρήγορση για την εφαρμογή νέων μεθόδων που θα στοχεύουν ένα ακόμα πιο σπάνιο και δύσκολο απεικονιστικά πληθυσμό.